θεοσκόταδο

θεοσκόταδο
το
πυκνό σκοτάδι, βαθύ σκοτάδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεοσκόταδο — το βαθύ σκοτάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοσκοτεινιά — η το θεοσκόταδο …   Dictionary of Greek

  • τρισκόταδο — το, Ν πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκοτάδι] …   Dictionary of Greek

  • θεοσκοτεινιά — η θεοσκόταδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισκόταδο — το πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο: Δε βλέπει τη μύτη του στο τρισκόταδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”